- ἐμπίμπλημι
- ἐμπίπλημιpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπίμπλημι — ἐμπίμπλημι και ἐμπίπλημι (AM) 1. γεμίζω ώς επάνω 2. γεμίζω με κάτι («ἐμπίπληθι ῤέεθρα ὕδατος», Ιλ.) 3. ταΐζω κάποιον, τόν χορταίνω 4. ικανοποιώ 5. εκπληρώνω 6. μέσ. τρώω πολύ … Dictionary of Greek
ανέμπληστος — η, ο (Α ἀνέμπληστος, ον) [εμπίμπλημι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος 2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι αρχ. φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς … Dictionary of Greek
ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… … Dictionary of Greek
ενιπίμπλημι — ἐνιπίμπλημι (Α) επικ. τ. τού εμπίμπλημι* … Dictionary of Greek
κατεμπίμπλημι — (Α) επιτ. τ. τού εμπίμπλημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμ πίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
προεμπίμπλαμαι — Α είμαι εντελώς γεμάτος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω ώς επάνω»] … Dictionary of Greek
προσεμπίπλημι — Α γεμίζω με κάτι επιπροσθέτως («προσεμπλήσουσι τὰς γνώμας τῶν πλουσίων ταῑς ἡδοναῑς τῶν ἀμέτρων ἐπαίνων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
ԶՄԱՅԼԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0739 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 14c ձ. Վայելել առատապէս ʼի քաղցրութիւն ըմպելեաց. առնուլ զճաշակ լցուցիչ բաղձանաց. որ եւ նմանութեամբ ուտելեաց ԸՄԲՈՇԽՆԵԼ եւս ասի. ըստ յն. լիանալ, լնուլ ցյագուրդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱԳԻՄ — (եցայ, գի՛ր, գերո՛ւք կամ գեցարո՛ւք.) NBH 2 0313 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c ձ. ՅԱԳԻՄ կամ ՅԱԳԵՆԱՄ. χορτάζομαι , κορεννύμι, πλήθομαι, ἑμπίμπλημι, πληρόομαι satior, saturor, impleor, repleor. Անցուցանել զանձինն զքաղց. կշտապինդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)